στημονιάζω

στημονιάζω
μετ. , αμετ. текст, навивать основу, сновать (пряжу)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στημονιάζω" в других словарях:

  • στημονιάζω — και στημονίζω στημόνιασα, βάζω το στημόνι στον αργαλειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στημονιάζω — Ν [στημόνι] τοποθετώ κατάλληλα το στημόνι στον αργαλειό ώστε να προκύψει η επιθυμητή ύφανση …   Dictionary of Greek

  • στημόνιασμα — το, Ν [στημονιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στημονιάζω, η τοποθέτηση στημονιού στον αργαλειό …   Dictionary of Greek

  • στημονίζω — ΝΜΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. στημονιάζω αρχ. 1. (κατά τον Ζωναρ.) «λεπτύνω» 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) στημονίζων (κατά τον Ευστ.) «ὁ τρίβων» 3. μέσ. στημονίζομαι α) τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό β) (για αράχνη) αρχίζω να υφαίνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»